
Το Θεατρικό Εργαστήρι Μεσσήνης ανέβασε το έργο “Δον Καμίλο” του Σωτήρη Πατατζή, το 2014 σε σκηνοθεσία Περικλή Αλμπάνη.
Η παρουσίαση μέσα από ένα κείμενο του ανθρώπου Σωτήρη Πατατζή, είναι συγχρόνως έργο δύσκολο και εύκολο. Δύσκολο, γιατί πρόκειται για μια προσωπικότητα μη ανιχνεύσιμη με τα συνήθη μέτρα προσέγγισης της βαθύτερης ουσίας ενός ανθρώπου και εύκολο, γιατί ποτέ και από τίποτα δεν κρύφτηκε. Δύσκολο ακόμη, γιατί αυτός ο εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος που η φύση απλόχερα του χάρισε εξωτερική ομορφιά, βαθύ εσωτερικό κόσμο και πλούσιο ταλέντο, ποτέ δεν μας μιλούσε για τον εαυτό του, και εύκολο, γιατί αν κάποιος δεν τον ήξερε, αρκούσαν τα βιβλία του, ήταν ο ίδιος.
Είναι απίστευτο και προσωπικά πιστεύω σπάνια, στο λογοτεχνικό στερέωμα, το πόσο ο συγγραφέας Πατατζής, ο άνθρωπος Σωτήρης Πατατζής και το έργο του ταυτίζονται απόλυτα σε ένα αξεδιάλυτο σύνολο. Πολύ σπάνια άνθρωπος, πεποιθήσεις και βιβλία αναδίδουν την ίδια ζεστή, γλυκιά ανθρώπινη μελαγχολία, αυτή τη φιλοσοφημένη υπέρβαση των τετριμμένων. Αυτή τη βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και τη μοίρα του, την κατανόηση ακόμα και της κακίας, των μικροτήτων ή των αδυναμιών του.
Σκαλίζοντας μνήμες, ζητώντας να ξεχωρίσω τα ουσιώδη από τα επουσιώδη, προσπαθώντας να εντοπίσω την ουσία αυτού το ανθρώπου που είχα την τιμή και την τύχη να γνωρίζω καλά ανακάλυψα με έκπληξη και το καταθέτω με κάθε ειλικρίνεια, ότι τίποτα δεν ξέρω από τον ίδιο. Γιατί αυτός ο διαλεχτός, πάνω από όλα, άνθρωπος είχε και αυτή την ιδιαιτερότητα. Ώρες, μήνες, χρόνια μιλώντας δεν αναφερόταν στον ίδιο ποτέ. Ότι έμαθα προέρχεται από άλλους, τη μητέρα μου και αδερφή του, τον πατέρα μου, φίλους, συμμαθητές και συνομήλικούς του στη μικρή λασπωμένη, μεθυσμένη πολιτεία μας.
Από εκεί ξεκινώντας και χωρίς πατέρα από πολύ νωρίς, ο Πατατζής, βίωσε χωρίς μεμψιμοιρίες και αναζήτηση υπαιτίων, αυτό που πάντα τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή, τις οικονομικές δυσκολίες. Με τις οποίες αρμονικά συμβίωσε και γιατί υπήρξε και βαθύτατα αντικαταναλωτικός, αλλά κυρίως γιατί συνειδητοποίησε σύντομα ότι στην ιδιοσυστασία του ως ανθρώπου και στην αποστολή του σαν συγγραφέα, η εναγώνια προσπάθεια υπέρβασης των οικονομικών προβλημάτων ήτανε έξω από τα μέτρα και τις αξίες που πίστευε και τιμούσε. Ότι θα τον έφθειρε και θα τον αλλοίωνε μέσω αναπόφευκτων συμβιβασμών αυτό που λάτρεψε και υπηρέτησε, την ελευθερία του ανθρώπου. Την ελευθερία του ανθρώπου που αυτός ο βαθύτατα διορατικός άνθρωπος, σύντομα ανακάλυψε ότι δεν μπορεί να την περιμένει κανένας από τους αυτοδιορισμένους διαχειριστές της, από όσους δήθεν την χαρίζουν σε ανθρώπους και λαούς, λες και τους ανήκει. Ο καθένας, πίστευε και έλεγε ο Πατατζής, θα τη δημιουργήσει και διατηρήσει πρωτίστως μέσα του, ότι είναι υπόθεση κυρίως ατομική. Αυτό προϋποθέτει βαθιά πίστη στις δικές σου απόψεις και συγχρόνως σεβασμό και κυρίως κατανόηση των απόψεων ή πράξεων του άλλου, έστω και αν αυτές σου είναι ζημιογόνες.
Έτσι πίστευε ο Πατατζής και έτσι έζησε, ελεύθερος εντός των τειχών. Αυτή ακριβώς η πίστη- βίωμα τον οδήγησε σε κάτι για πολλούς αδιανόητο. Στο να κατανοήσει απολύτως και κυρίως δικαιολογήσει γιατί, ενώ βραβεύτηκε η Νεραίδα του Βυθού στον παγκόσμιο διαγωνισμό διηγήματος της Νιου Γιορκ Χέραλντ Τριμπιούν, μέσω της καθημερινής για την Ελλάδα, το χρηματικό αντίκρισμα του βραβείου δεν του δόθηκε ποτέ. Βλέπεις, έλεγε γελώντας, η συμμετοχή στον διαγωνισμό προϋπέθετε ψευδώνυμο και όντας άγνωστος βραβεύτηκα. Δε φαντάζονταν βέβαια οι κύριοι της επιτροπής ότι βράβευσαν αντιστασιακό της κατοχής και λογικά όταν εμφανίστηκα κρύφτηκαν για να μην…εκτεθούν και με άφησαν να περιμένω στον προθάλαμο. Όσο για το έπαθλο, ε, κρατήθηκε εν ονόματι της εθνικοφροσύνης. Και γελούσε ο Πατατζής. Ήτανε δύσκολοι όντως οι καιροί στις αρχές της δεκαετίας του 50 και οι άνθρωποι φοβήθηκαν- έλεγε- και ποτέ δεν είδε το θέμα, όπως και πραγματικά ήταν, σαν αποστέρηση νομίμων δικαιωμάτων του.
Βαθύτατα αντικαταναλωτικός και αντιεμπορικός και σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας, ο Πατατζής δεν εντάχθηκε ποτέ σε κάστες, κλίκες, παρέες και ομαδούλες. Συνειδητά και με πλήρη επίγνωση των σε βάρος του επιπτώσεων, οικονομικών και προβολής αρνήθηκε τον συγχρωτισμό γιατί πάντα τον αηδίαζαν οι δημόσιες σχέσεις και οι αναπόφευκτοι συμβιβασμοί που απορρέουν απ΄ αυτές. Για να μην επεκταθώ με ατομικές απόψεις και υποθέσεις, στο σημείο αυτό παραθέτω από χειρόγραφά του το παρακάτω κείμενο που δείχνει ξεκάθαρα τις απόψεις του για τις σχέσεις καλλιτεχνικού δημιουργήματος, δημιουργού και κοινωνικού περιβάλλοντος. “Από τότε που πρωτοεμφανίστηκα στα γράμματα του τόπου μας πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι ο ρόλος του συγγραφέα περιορίζεται στο να γράψει το βιβλίο του. Από εκεί και πέρα η κυκλοφορία, η επανέκδοσή του και όλα τα συναφή δεν είναι υπόθεση του συγγραφέα αλλά του κοινωνικού περιβάλλοντος, της εποχής του. Τύπωνα λοιπόν τα βιβλία μου και δεν έκανα τίποτα για την προβολή τους ακόμα και όταν είχα την δυνατότητα και την είχα πολλές φορές. Δεν πιστεύω ότι η άποψη αυτή είναι νεανική, αφελής ή ρομαντική, ενώ είναι οπωσδήποτε φανατισμένα αντικαταναλωτική και αντιεμπορική. Την προτιμώ όμως γιατί ποτέ δεν είχα ούτε θέλω να έχω σχέση με την εκδοτική νέα νοοτροπία που παρεισέφρησε τις τελευταίες δεκαετίες στο χώρο των εκδοτών- δημιουργών. Μπορεί να υπάρξει όμως ένας συγγραφέας και πολύ περισσότερο να καθιερωθεί όταν βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με την καταναλωτική νομοτέλεια του περιβάλλοντός του; Η απάντηση είναι σαφέστατα όχι και γι΄ αυτό οι νέοι μιας ολόκληρης γενιάς σχεδόν αγνοούσαν την ύπαρξή μου. Είχα μόνο λίγους αναγνώστες και οφείλω με ευγνωμοσύνη να πω ότι αυτοί μου έδωσαν το ψυχικό σθένος να συνεχίσω το έργο μου, γιατί αυτοί ήξεραν να ξεχωρίζουν τη λογοτεχνία από την καταναλωτική παραφιλολογία. Η κατάσταση αυτή ανατράπηκε ανέλπιστα όταν επανεκδόθηκε η Μεθυσμένη Πολιτεία και η ΕΡΤ με δική της πρωτοβουλία μου ζήτησε το έργο για την τηλεόραση. Το γεγονός αυτό και μόνο ήταν αρκετό για ν΄ ανεβάσει κατακόρυφα τις πωλήσεις και να επανεκδοθεί αρκετές φορές. Αναφέρω το συμβάν για να υπογραμμίσω- με λύπη μου βέβαια- τον θρίαμβο της καταναλωτικής νομοτέλειας. Παρ΄ όλα αυτά εγώ σαν συγγραφέας εξακολουθώ να είμαι υπερήφανος μόνο για τους λίγους αναγνώστες μου που με στήριξαν στην προ ΕΡΤ εποχή και αυτό γιατί η επιτυχία αυτή που ήρθε ανέλπιστα, σαν συγγραφέα ούτε με ενδιαφέρει, ούτε με συγκινεί και πολύ περισσότερο δεν μειώνει καθόλου την αποστροφή μου προς το καταναλωτικό πνεύμα και τη μεθοδολογία του πρωτίστως”.
Με τέτοια πρακτική και αυτές τις θέσεις και απόψεις ζωής, ήταν πιστεύω όχι μόνο αναμενόμενο αλλά σαφώς προδιαγεγραμμένο το εμπορικό- οικονομικό μέλλον του Πατατζή. Έτσι όμως διατήρησε αλώβητα τα ουσιωδέστερα στοιχεία της ιδιαιτερότητάς του, της ανθρώπινης υπόστασής του τα βαθιά ριζωμένα πιστεύω του και παρέμεινε αυτό που ήταν πάντα.
Ο σεμνός, τρυφερός γλυκός άνθρωπος που ποτέ κανένα δεν πίκρανε, κανένα δεν αδίκησε, κανένα δεν εκμεταλλεύτηκε. Ούτε και την ίδια του την επιτυχία.
Ο συγγραφέας που δεν διανοήθηκε ακόμα και να γνωστοποιήσει ότι στις Σκανδιναβικές χώρες (στα Πανεπιστήμια των οποίων διδάσκεται) και στην Αγγλία κυκλοφόρησε ανθολογία μεγάλων συγγραφέων με τον τίτλο “10 μετρ του διηγήματος” στην οποία το όνομα του Πατατζή είναι δίπλα σε άλλα ονόματα όπως των Τσέχωφ, Γκρην, Σαρογιάν, Ουάλτ, Γκόρκι.
Ο μαθητής του γυμνασίου Μεσσήνης που ανέβαινε στα σκαλιά του Κασάμη, απέναντι στο σπίτι του και με νοήματα ρωτούσε τη μητέρα μας τι φαγητό υπήρχε και σαν του έγνεφε χόρτα και λάδι έφευγε για να μην πικράνει την μάνα του.
Ο αδερφός που αγόγγυστα για μια ολόκληρη ζωή και ως τον θάνατό του, με πίκρα μόνο για την μοίρα της, φρόντισε την άρρωστη αδερφή του και έγραψε στην ολιγόλογη διαθήκη του. “Δεν έχω τίποτα. Το μόνο πράγμα που μπορεί να έχει κάποτε αξία είναι τα συγγραφικά μου δικαιώματα. Τα αφήνω όλα στην αγαπημένη μου σύζηγο Αναστασία, με την βεβαιότητα ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την άρρωστη αδελφή μου Ελένη και θα κάνει γι΄ αυτήν ότι είναι δυνατόν.”
Αυτός ήταν ο Πατατζής. Ένας άνθρωπος που από τη ζωή πέρασε, δεν προσπέρασε, ένας άνθρωπος που τίμησε το ανθρώπινο είδος, κάποιος που έδωσε πολλά και πήρε λίγα. Ένας από εμάς, που ίσως εντονότερα απ΄ όλους, κουβαλούσε στην ψυχή και τα μάτια του την καρτερία και τη μελαγχολία που έχουν οι καλαμιές του κάμπου μας σαν βρέχει ασταμάτητα. Ένας άνθρωπος, τέλος, που σιώπησε για χρόνια, που πήρε νωρίς το τρένο που δεν έχει γυρισμό, ένας αφάνταστα τυχερός άνθρωπος που είχε την τύχη να έχει δίπλα του την Σάσα. Όσοι ξέρουν γνωρίζουν ότι της οφείλει το χαμόγελο την ανώδυνη οδύνη της αρρώστιας του και την όποια χαρά του.Εγώ γνωρίζω ότι της χρωστάει και το έργο του.
ΚΩΣΤΑΣ ΖΕΠΠΟΣ
*Απόσπασμα από την ομιλία του ανιψιού του Κώστα Ζέππου στο θέατρο Άλφα για τα 2 χρόνια από τον θάνατο του Σωτήρη Πατατζή.